έπειτα

έπειτα
επίρρ.
1) затем, потом, после; впоследствии;

έπειτα βλέπομεν — потом посмотрим, видно будет;

2) н тому же, сверх того, кроме того, также;

έπειτα μην ξεχνάς — к тому же не забывай;

3):

έπειτα από — после;

έπειτα από πολύν (τόσον) καιρό

после (столь) длительного времени;

έπειτα απ' αυτόν — после него;

έπειτα από τέτοια ζωή πού κάνει... — после такой жизни, какую он ведёт...;

§ (κι') έπειτα; — ну и что же?, что из этого (следует)?


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έπειτα" в других словарях:

  • ἔπειτα — thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …   Dictionary of Greek

  • έπειτα — επίρρ. χρον. 1. κατόπι, ύστερα, μετέπειτα, αργότερα. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου, άλλωστε: Είναι δύσκολο, έπειτα είναι και επικίνδυνο. 3. με την πρόθ. από, που ακολουθεί σημαίνει, α. κατόπι, ύστερα, μετά: Έπειτα από πολλά χρόνια. β.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δἤπειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄπειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἤπειτα — ἔπειτα , ἔπειτα thereupon indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπειτεν — ἔπειτα thereupon ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»